- ἐριβόας
- ἐρι-βόας, ου, ὁ,A loud-shouting, of Bacchus, Pi.Fr.75.10 ; of Hermes, AP15.27.5 (Besant.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εριβόας — ἐριβόας, ὁ (Α) (επίθ. τού Βάκχου και τού Ερμή) αυτός που φωνάζει δυνατά, που κραυγάζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) + βόας (< βοώ)] … Dictionary of Greek
ἐριβόας — ἐριβόᾱς , ἐριβόας loud shouting masc acc pl ἐριβόᾱς , ἐριβόας loud shouting masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριβόαν — ἐριβόᾱν , ἐριβόας loud shouting masc acc sg (epic doric aeolic) ἐριβόας loud shouting masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερι- — (I) ἐρι (Α) αχώριστο μόριο (όπως το αρι ) που επιτείνει την έννοια τών λέξεων στις οποίες προστίθεται ως α’ συνθετικό (π.χ. α. εριαυγής πάρα πολύ λαμπρός, φωτεινότατος β. ερίτιμος πολύτιμος, εντιμότατος γ. εριβρεμέτης* αυτός που βροντάει ισχυρά,… … Dictionary of Greek